κῷος

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it

Source

German (Pape)

[Seite 1546] koisch, s. nom. pr.; ὁ Κῷος, auch Κῶος geschrieben, sc. βόλος, der höchste Wurf mit den ἀστραγάλοις, der sechs galt, dem niedrigsten, Χῖος, entgegengesetzt, der eins galt; daher von sehr ungleichen Dingen sprichwörtlich ὁ Κῷος πρὸς Χῖον, Zenob. 4, 74 Diogen. 5, 70, vgl. Schol. Plat. zu Lys. p. 320. Nach Arist. H. A. 2, 1 sind an dem Knochen ἀστράγαλος τὰ μὲν κῷα ἐντος ἐστραμμένα προς ἄλληλα, τὰ δὲ χῖα καλούμενα ἔξω.

Greek Monolingual

(II)
κῶος και, κατά τον Ησύχ., κόος, ὁ (Α)
1. (συν. τον πληθ.) οἱ κῶοι
σπήλαια («ἔνιοι δὲ κώους μᾱλλον τὰ τοιαῡτα κοιλώματα λέγεσθαί φασιν», Στράβ.)
2. (στην Κόρινθο) δημόσια φυλακή
3. (κατά τον Ησύχ.) κοίλωμα γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κῶος < κῶF-ος ανάγεται στην εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα kōu- της ΙΕ ρίζας keu- «οίδημα, θόλος, κοίλωμα» και συνδέεται με τον τ. κοίλος. Ο τ. κόοι («κοιλώματα της γης», Ησύχ.) ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα kou-της ίδιας ρίζας].