κώμαρχος
From LSJ
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
English (LSJ)
ὁ,
A leader of a κῶμος, Πολέμων 1.45 (Attica, iv B.C., pl.). II = κωμάρχης, PCair.Zen.379.15 (iii B.C.), PTeb.43.8 (ii B.C.), Poll.9.11:—hence Com. Patron. κωμαρχίδης, Ar.Pax 1142.
German (Pape)
[Seite 1544] ὁ, dasselbe, Poll. 9, 11.
Greek Monolingual
(I)
κώμαρχος, ὁ (Α)
αρχηγός κώμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶμος + -αρχος (πρβλ. θήρ-αρχος, φρούρ-αρχος)].———————— (II)
κώμαρχος, ὁ (Α)
κωμάρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη + -αρχος].