μοιρολογώ
From LSJ
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
Greek Monolingual
και μυρολογώ -έω και -άω (ΑΜ μοιρολογῶ, -έω)
(νεοελλ.-μνσ.)
1. θρηνώ νεκρό με μοιρολόγια
2. εκφράζω τη λύπη μου για θλιβερό γεγονός με θρήνο
αρχ.
λέγω σε κάποιον τη μοίρα του, προλέγω σε κάποιον τα μέλλοντα να του συμβούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιρολόγος (< μοῖρα + -λόγος < λέγω). Κατ' άλλους, ο τ. μοιρολογώ προήλθε από το ρ. μυρολογώ με αρχική σημ. «αλείφω με μύρα νεκρό», κατ' επίδραση της λ. μοίρα].