μεταχωρώ
Greek Monolingual
μεταχωρῶ, -έω (Α)
1. μεταβαίνω σε άλλο μέρος, μετακινούμαι, αναχωρώ
2. αποσύρομαι, απέρχομαι από συνεδρία ή συγκέντρωση
3. (για το έμβρυο που βρίσκεται στη μήτρα) μεταβάλλω θέση
4. (για αποδημητικά πτηνά) αποδημώ, μεταναστεύω
5. (για πρόσωπα) προσχωρώ σε άλλη πολιτική παράταξη
6. μεταβάλλομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + χωρῶ (< χῶρος)].