μεταχωρώ

Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

μεταχωρῶ, -έω (Α)
1. μεταβαίνω σε άλλο μέρος, μετακινούμαι, αναχωρώ
2. αποσύρομαι, απέρχομαι από συνεδρία ή συγκέντρωση
3. (για το έμβρυο που βρίσκεται στη μήτρα) μεταβάλλω θέση
4. (για αποδημητικά πτηνά) αποδημώ, μεταναστεύω
5. (για πρόσωπα) προσχωρώ σε άλλη πολιτική παράταξη
6. μεταβάλλομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + χωρῶ (< χῶρος)].