αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
η
χημ. οργανική ουσία που απομένει ως μη κρυσταλλούμενο υπόλειμμα μετά την παραλαβή της κρυσταλλικής ζάχαρης από το εκχύλισμα τών ζαχαροτεύτλων ή του ζαχαροκάλαμου.