μελάσσα

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source

Greek Monolingual

η
χημ. οργανική ουσία που απομένει ως μη κρυσταλλούμενο υπόλειμμα μετά την παραλαβή της κρυσταλλικής ζάχαρης από το εκχύλισμα τών ζαχαροτεύτλων ή του ζαχαροκάλαμου.