Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεγαλόδοξος

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόδοξος Medium diacritics: μεγαλόδοξος Low diacritics: μεγαλόδοξος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΔΟΞΟΣ
Transliteration A: megalódoxos Transliteration B: megalodoxos Transliteration C: megalodoksos Beta Code: megalo/docos

English (LSJ)

ον,

   A very glorious, Εὐνομία Pi.O.9.16; κύριος OGI90.1 (Rosetta, ii B.C.); Ῥώμη Plu. Thes.1, cf. Herm. ap. Stob.1.49.44. Adv. -ξως LXX 3 Ma.6.39.

German (Pape)

[Seite 106] von großem Ruhme, sehr ruhmvoll; Pind. Ol. 9, 17; Plut. Thes. 1 u. Sp., auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόδοξος: -ον, λίαν ἔνδοξος, Εὐνομία Πινδ. Ο. 9. 26, Πλουτ. Θησ. 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de grande réputation, illustre.
Étymologie: μέγας, δόξα.

English (Slater)

μεγᾰλόδοξος, -ον
   1 of great fame σώτειρα μεγαλόδοξος Εὐνομία (O. 9.16)

Spanish

gloriosísimo

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑM μεγαλόδοξος, -ον)
1. πολύ ένδοξος
2. αυτός που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του.
επίρρ...
μεγαλοδόξως (Α)
με μεγάλη δόξα, πολύ ένδοξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -δοξος (< δόξα), πρβλ. ματαιό-δοξος].