λαμαρίνα

From LSJ
Revision as of 07:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source

Greek Monolingual

η
1. μετάλλινο φύλλο μικρού πάχους, λεπτό έλασμα
2. μεγάλο τετράπλευρο ταψί που χρησιμοποιείται για το ψήσιμο φαγητών και γλυκών στον φούρνο
3. φρ. «δάγκωσε τη λαμαρίνα» — ερωτεύτηκε σφοδρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. lamarin, υποκορ. του ιταλ. lamiera «έλασμα»].