ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
η
1. μετάλλινο φύλλο μικρού πάχους, λεπτό έλασμα
2. μεγάλο τετράπλευρο ταψί που χρησιμοποιείται για το ψήσιμο φαγητών και γλυκών στον φούρνο
3. φρ. «δάγκωσε τη λαμαρίνα» — ερωτεύτηκε σφοδρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. lamarin, υποκορ. του ιταλ. lamiera «έλασμα»].