λαμπίκος

From LSJ
Revision as of 07:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

Greek Monolingual

ο
1. είδος αποστακτήρα που χρησιμοποιείται κυρίως για την παραγωγή οινοπνευματωδών ποτών με απόσταξη, ο άμπικας
2. καθετί λαμπρό, διαυγές ή καθαρό (α. «το λάδι είναι λαμπίκος» β. «έκανα το πάτωμα λαμπίκο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < αραβ. alambik < ἄμπυξ «διάδημα»].