λάμψη
From LSJ
Μηκέθ᾽ ὅλως περὶ τοῦ οἷόν τινα εἶναι τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα διαλέγεσθαι, ἀλλὰ εἶναι τοιοῦτον. → Waste no more time arguing what a good man should be. Be one.
Greek Monolingual
η (AM λάμψη) λάμπω
ακτινοβολία του φωτός, φωτοβολία, ανταύγεια (α. «λάμψις ἡλίου», Γεωπ.
β. «λάμψις ἀστέρων», Φίλ.)
2. αίγλη, δόξα, λαμπρότητα
νεοελλ.
(ορυκτ.) τρόπος ή είδος εμφάνισης της επιφάνειας ενός ορυκτού σε σχέση με την ποιότητα του ανακλώμενου από αυτήν φωτός (α. «μεταλλική λάμψη» β. «υαλώδης λάμψη»)
νεοελλ.-μσν.
αστραπή.