Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
συκοφαντώ κάποιον χυδαία, κατασπιλώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < λάσπη + -λογώ (< -λόγος < λέγω)].