λαχταρίζω
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
Greek Monolingual
(Μ λαχταρίζω και λακταρίζω)
1. λαχταρώ, επιθυμώ ζωηρά, είμαι γεμάτος λαχτάρα
2. σπαρταρώ, τινάζομαι βίαια, σφαδάζω
3. συνταράσσομαι, τρέμω, συγκλονίζομαι από έντονο συναίσθημα
4. αναδεύομαι, κινούμαι ή αναδύομαι μέσα από την ψυχή («κλείσε μέσα στην ψυχή σου την Ελλάδα
θα αισθανθείς να λαχταρίζει μέσα σου κάθε είδους μεγαλείο», Σολωμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. λαχταρίζω πιθ. < λακτίζω, αναλογικά προς τα σπαρταρίζω, σταμαρίζω, ενώ, κατ' άλλη άποψη, < λαχτάρα].