μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
ορέγομαι ένα φαγητό, λιγουρεύομαι
2. (σχετικά με γυναίκα) ποθώ ερωτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λειχούδης + κατάλ. -εύομαι με επίδραση αποθ. ρημάτων, όπως λιγουρεύομαι, (ο)ρέγομαι].