λεβεντιά
μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε → do not judge, or you will be judged | do not judge, lest you should be judged | judge not, that ye be not judged | judge not, that you be not judged | do not judge, so that you will not be judged | do not judge so that you will not be judged | do not judge lest you be judged | do not judge, so that you won't be judged | you shall not judge, lest you be judged | don't condemn others, and God won't condemn you | judge not, that you may not be judged | stop judging so that you will not be judged | do not judge others, so that God will not judge you
Greek Monolingual
η λεβέντης
1. η ιδιότητα του λεβέντη, το ευσταλές και αρρενωπό σώμα, συνήθως σε συνδυασμό με το ήθος
2. ανδρεία, γενναιοψυχία, παλικαριά
3. το σύνολο τών λεβέντηδων («ήταν στο πανηγύρι όλη η λεβεντιά του χωριού»)
4. άτομο γενναίο, μαχητικό και άφοβο, με ανώτερα πνευματικά και ψυχικά προτερήματα
5. ευθύτητα, εντιμότητα
6. γενναιοδωρία.