λεοντικός
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
Full diacritics: λεοντικός | Medium diacritics: λεοντικός | Low diacritics: λεοντικός | Capitals: ΛΕΟΝΤΙΚΟΣ |
Transliteration A: leontikós | Transliteration B: leontikos | Transliteration C: leontikos | Beta Code: leontiko/s |
ή, όν,
A of a lion, τὰ λ., in Mithraic mysteries, Porph.Abst.4.16, Antr.15.
[Seite 28] den Löwen betreffend, Sp.
ή, όν :
de lion.
Étymologie: λέων.
λεοντικός, -ή, -όν (Α) λέων
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λιοντάρι.