λιγοστεύω

From LSJ
Revision as of 07:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277

Greek Monolingual

και ολιγοστεύω
1. ελαττώνω, μειώνω κάτι («λιγόστεψα το φαγητό γιατί πάχυνα»)
2. γίνομαι λιγότερος, μειώνομαι σε μέγεθος ή ποσότητα («όσο πάνε και λιγοστεύουν τα λεφτά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγοστεύω < ολιγοστεύω < ολιγοστός].