ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation
Full diacritics: λῑπόνηρος | Medium diacritics: λιπόνηρος | Low diacritics: λιπόνηρος | Capitals: ΛΙΠΟΝΗΡΟΣ |
Transliteration A: lipónēros | Transliteration B: liponēros | Transliteration C: liponiros | Beta Code: lipo/nhros |
λίαν πονηρός, Hsch.; cf. λῖ.
λιπόνηρος: «λίαν πονηρός» Ἡσύχ.
λιπόνηρος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «λίαν πονηρός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λῖ (άλλος τ. του επιρρ. λίαν) + πονηρός.