λίπτω

From LSJ
Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

German (Pape)

[Seite 52] wornach verlangen, sich wornach sehnen, Hesych. erkl. ἐπιθυμῶ; μετά τι, Nic. Th. 126; τινός, Ap. Rh. 4, 813; Lycophr. 131. 353; auch im med., λελιμμένος, begehrend, begierig wornach, μάχης, Aesch. Spt. 362, vgl. Ag. 850 u. Spt. 337. – Vgl. λιμβός.

French (Bailly abrégé)

désirer vivement, gén.;
Moy. λίπτομαι (part. pf. λελιμμένος) m. sign.
Étymologie: R. Λιπ.

Greek Monolingual

λίπτω (Α)
1. (ενεργ
και μέσ.) επιθυμώ σφοδρά
2. μέσ. λίπτομαι
είμαι πρόθυμος για κάτι («Τυδεὺς δὲ μαργῶν και μάχης λελιμμένος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εμφανίζει πιθ. τη μηδενισμένη βαθμίδα lip- της ΙΕ ρίζας leip- «ποθώ, ζητώ από κάποιον» και συνδέεται πιθ. με λιθουαν. liepiu, liĕpti «επιβάλλω, κυβερνώ», αρχ. πρωσ. pallaips «τάξη», λ. που απέχουν σημασιολογικά. Κατ' άλλους, η λ. είναι συγγενής με σλοβακ. lipiet, lipnut «επιθυμώ διακαώς» που συνδέονται με άλλες σλαβ. λ. με σημ. «κολλάω», πρβλ. λίπα. Επομένως, κατά την άποψη αυτή, η λ. μπορεί να ανήκει στην ίδια λεξιλογική οικογένεια με τα λίπα, λιπαρός, με διαφορετική σημασιολογική εξέλιξη. Η άποψη αυτή προσκρούει στο ότι ο τ. λίπτω έχει -, ενώ το λιπαρός -ĭ-, αν και η μακρότητα του λίπτω μπορεί να οφείλεται σε μετρική έκταση].