λυρῳδός
From LSJ
English (LSJ)
A v. λυραοιδός.
Greek (Liddell-Scott)
λῠρῳδός: ὁ, συνῃρ. ἀντὶ λυραοιδός, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
v. λυραοιδός.
Greek Monolingual
λυρῳδός, ασυναίρ. τ. λυραοιδός, ὁ (Α)
αυτός που τραγουδά με μουσική υπόκρουση λύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + -ῳδός (< ἀοιδός < ἀείδω «τραγουδώ»), πρβλ. κιθαρ-ωδός, τραγ-ωδός].