λυτρώνω

From LSJ
Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source

Greek Monolingual

(AM λυτρῶ, -όω) λύτρα
1. απελευθερώνω αιχμάλωτο λαμβάνοντας λύτρα, ως αντάλλαγμα
2. απαλλάσσω κάποιον από κακό (α. «ο θάνατος τον λύτρωσε από τα βάσανα» β. «μηδ' ἐκ τῶν ἰδίων λελυτρῶσθαι πένητες ἄνθρωποι», Δημοσθ.)
μσν.
εξαγοράζω
αρχ.
1. (κατά κακή μετάφραση εβραϊκής λέξης) σπάζω τον σβέρκο μου
2. παθ. λυτροῡμαι, -όομαι
απαλλάσσομαι από υποχρέωση.