λυσσάζω
From LSJ
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
Greek Monolingual
και λυσσιάζω (Μ λυσσάζω και λυσσιάζω) λύσσα
1. πάσχω ή προσβάλλομαι από λύσσα
2. έχω μεγάλη επιθυμία για κάτι, επιζητώ κάτι με μανία («λύσσαξε ώσπου να τον παντρευτεί»)
3. κατέχομαι από μανιώδη οργή
νεοελλ.
φρ. «τον λύσσαξα στο ξύλο» — τον έδειρα άγρια
μσν.
φρ. «λυσσιάζω εἰς κάποιον» — ξεσπώ με μανία εναντίον κάποιου.