λύτρωση
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Greek Monolingual
η (AM λύτρωσις, -έως) λυτρώνω
απαλλαγή από κακό, απολύτρωση, λυτρωμός, σωτηρία («καὶ ἐποίησε λύτρωσιν τῷ λαῷ αὐτοῡ», ΚΔ)
μσν.-αρχ.
απελευθέρωση με καταβολή λύτρων («καὶ λύτρωσιν αἰχμαλώτων», Πλούτ.)
αρχ.
1. η απελευθέρωση πράγματος που βρίσκεται σε υποθήκη, αφού πληρωθούν τα οφειλόμενα
2. απαλλαγή από υποχρέωση
3. φρ. «λύτρωσις ὕδατος» — πηγή νερού.