μαγνητίζω

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source

Greek Monolingual

1. επιδρώ με μαγνήτη, έλκω κάτι χρησιμοποιώντας μαγνήτη ή μεταδίδω τις ιδιότητες του μαγνήτη σε έλασμα σιδήρου, μετατρέπω ένα σώμα σε μαγνήτη
2. μτφ. επιδρώ σε κάποιο άτομο με μυστηριώδη τρόπο τόσο ώστε να περιπέσει σε καταληπτική κατάσταση
3. μτφ. ασκώ γοητεία, γοητεύω, θέλγω, συναρπάζω, σαγηνεύω
4. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) μαγνητίζων, -ουσα, -ον
κατάλληλος για την παραγωγή ή τη μετάδοση μαγνητισμού
5. φρ. «μαγνητίζον πεδίο»
φυσ. η ένταση του μαγνητικού πεδίου στο οποίο τοποθετείται ένα κομμάτι σιδήρου ή χάλυβα για να μαγνητιστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαγνήτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στο περιοδικό Ερμής ολόγιος].