μαλακότητα

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410

Greek Monolingual

η (AM μαλακότης, -ητος) μαλακός
1. απαλότητα, τρυφερότητα («καὶ ὡσαύτως πάχος καὶ λεπτότηταμαλακότητα καὶ σκληρότητα ἡ ἁφή», Πλάτ.)
2. ηπιότητα, γλυκύτητα, προσήνεια, μειλιχιότητα
αρχ.
1. αδυναμία, ασθενικότητα
2. φρ. «μαλακότης τοῡ κλίματος» — το εύκρατο του κλίματος.