μανίζω

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source

Greek Monolingual

(AM μανίζω)
νεοελλ.-μσν.
1. μανιάζω
2. εχθρεύομαι
3. προκαλώ θυμό, εξοργίζω κάποιον
αρχ.
1. βλάπτω, λυμαίνομαι
2. έχω παραισθήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ἐμάνησαν, γ' πληθ. του παθ. αορ. του μαίνομαι, σχημάτισε α' εν. ἐμάνησα και από αυτό σχηματίστηκε νέος ενεστ. μανίζω, κατά το σχήμα ἐπότισα -ποτίζω (για τον σχηματισμό βλ. σήπομαι - εσάπησαν - εσάπησα - σαπίζω].