μαστιγονόμος
From LSJ
Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön
English (LSJ)
ον,
A = μαστιγοφόρος, Plu.2.553a.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
inspecteur de police armé d’un fouet.
Étymologie: μάστιξ, νέμω.
Greek Monolingual
μαστιγονόμος, ον (Α)
κατώτερο αστυνομικός υπάλληλος ή κλητήρας εφοδιασμένος με μαστίγιο, ο οποίος είχε ως καθήκον την τήρηση της τάξης στα θέατρα, στους αγώνες και στις δημόσιες συγκεντρώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ, -ιγος + νόμος (πρβλ. θαλασσο-νόμος, σιτο-νόμος)].