μάραγνα
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
English (LSJ)
[μᾰ], ἡ,
A = σμάραγνα, lash, scourge, διπλῆ μ. A.Ch.375 (lyr.), cf. E.Rh.817, Pl.Com.63, Poll.10.56.
German (Pape)
[Seite 94] ἡ, oder nach Schol. Eur. Rhes. 817 μαράγνα, wie σμάραγνα, Geißel, Peitsche; μαράγνης δοῦπος, Aesch. Ch. 369; Eur. Rhes. 817; Plat. com. bei Poll. 10, 56.
Greek (Liddell-Scott)
μάραγνα: [μᾰ], ἡ, = σμάραγνα, μάστιξ, μαστίγιον, ἱμὰς (πρὸς μαστίγωσιν), διπλῆ μ. (πρβλ. μάσθλης), Αἰσχύλ. Χο. 375, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 817, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Κλεοφῶντι» 7· ἴδε Πολυδ. Ι΄, 56. - Ὁ Ἡρῳδιαν. παροξύνει τὴν λέξιν γράφων μαράγνα. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μάραγνα· μάστιξ, ῥάβδος, ταυρεία».
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
fouet, lanière de cuir.
Étymologie: DELG emprunt iranien.
Greek Monolingual
η (Α μάραγνα και σμάραγνα)
νεοελλ.
το μαστίγιο που χρησιμοποιείται από τους ιπποδαμαστές για τον δαμασμό τών ίππων
αρχ.
μαστίγιο («μάραγνα
μάστιξ, ῥάβδος, ταυρεία», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαζί με την αντίστοιχη της συριακή māragnā είναι παράλληλα δάνεια ενός αμάρτυρου αρχ. περσικού māra-gna- «εξολοθρευτής φιδιών» (για το δεύτερο μέρος -gna- του θέματος πρβλ. ρίζα ghwen- του θείνω)].