μεγαρικός

From LSJ
Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μεγαρικός, -ή, -όν) Μέγαρα
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Μέγαρα ή στους Μεγαρίτες ή που προέρχεται από τα Μέγαρα, μεγαρίτικος («μεγαρική βιοτεχνία»)
2. το θηλ. ως ουσ. η μεγαρική
η διάλεκτος τών Μεγάρων
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Μεγαρικοί
οι φιλόσοφοι της Μεγαρικής Σχολής
νεοελλ.
φρ. «Μεγαρική Σχολή» — φιλοσοφική σχολή που ίδρυσε στις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα ο Ευκλείδης ο Μεγαρικός και η οποία είναι γνωστή κυρίως για την κριτική που άσκησε στην αριστοτελική φιλοσοφία και για την επίδραση της στη διαμόρφωση της λογικής τών Στωικών
αρχ.
φρ. α) «Μεγαρικοὶ κέραμοι» ή, απλώς, «μεγαρικά» — τα κεραμεικά σκεύη τών Μεγάρων
β) (κατά τον Ησύχ.) «Μεγαρικαὶ σφίγγες»
Καλλίας πόρνας τινὰς οὕτως εἴρηκεν».
επίρρ...
μεγαρικώς (Μ μεγαρικῶς)
με τον τρόπο τών Μεγαρέων.