μελάγκολπος

Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

ον,

   A black-bosomed, Nonn.D.34.83.

German (Pape)

[Seite 117] mit schwarzem Busen, Nonn. D. 34, 53.

Greek (Liddell-Scott)

μελάγκολπος: -ον, ὁ ἔχων μέλανα κόλπον, Νόνν. Δ. 34. 83· πρβλ. μεγαλόκολπος.

Greek Monolingual

μελάγκολπος και μελανόκολπος,-ον (Α)
αυτός που έχει μαύρο κόλπο, δηλ. στήθος («μελαγκόλποιο Νύμφης», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + κόλπος (πρβλ. αγλαό-κολπος, βαθύ-κολπος)].