μείλια

From LSJ
Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μείλια Medium diacritics: μείλια Low diacritics: μείλια Capitals: ΜΕΙΛΙΑ
Transliteration A: meília Transliteration B: meilia Transliteration C: meilia Beta Code: mei/lia

English (LSJ)

τά, (μειλίσσω)

   A soothing things, esp. of gifts, ἐγὼ δ' ἐπὶ μ. δώσω, of a bridal dowry, Il.9.147, cf. 289, Luc.Epigr.2; so of playthings, etc., A.R.3.146: sg., ib.135.    II propitiations, δαίμοσιν . . νόστῳ ἔπι μ. θέσθαι Id.4.1549; of offerings to the dead, BCH36.230 (Rhodes, iii B. C.): rarely in sg., μείλιον ἀπλοΐης charm against storms, Call.Dian.230; offering to a god, AP6.75 (Paul. Sil.).    2 satisfaction, penalty, μ. τείσειν A.R.3.594.

Greek (Liddell-Scott)

μείλια: -ίων, τά, (μειλίσσω, μείλιχος) τὰ μειλίσσοντα, εὐμενῆ ποιοῦντα τὸν ἄνθρωπον, ἰδίως ἐπὶ δώρων, ἐγὼ δ’ ἐπὶ μείλια δώσω, ἐγὼ δὲ ἐπιδώσω μείλια, δηλ. δῶρα λαμπρά, ἐπὶ προικὸς (ἀλλ. ἐπιμείλια), Ἰλ. Ι. 147, 289· οὕτως ἐπὶ παιγνιδίων, κτλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 146. ΙΙ. ἱλαστήρια δῶρα, αὐτόθι Δ. 1549. ΙΙΙ. σπανίως καθ’ ἑνικόν, μείλιον ἀπλοίας, τὸ συντελοῦν πρὸς παῦσιν τῆς κακοκαιρίας τῆς κωλυούσης τὸν πλοῦν, Καλλ. εἰς Ἀρτ. 230, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 135, Ἀνθ. Π. 6. 75.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
v. μείλιον.

English (Autenrieth)

soothing gifts, gifts of reconciliation, Il. 9.147 and 289.

Greek Monolingual

μείλια, τὰ (Α)
1. (για δώρα ή παιχνίδια) αυτά που προξενούν ευχαρίστηση στους ανθρώπους
2. προίκα («ἐγὼ δ' ἐπὶ μείλια δώσω πολλὰ μάλ', ὅσο' οὔ πώ τις ἐῇ ἐπέδωκε θυγατρί», Ομ. Ιλ.)
3. πολύτιμα αντικείμενα, κειμήλια
4. αφιερώματα που προσφέρονται από ευγνωμοσύνη ή για παράκληση, ευχαριστήρια δώρα
5. (στον ενικό) τὸ μείλιον
οτιδήποτε συντελεί στην κατάπαυση της κακοκαιρίας η οποία εμποδίζει ένα ταξίδι, εξιλαστήρια δώρα
6. προσφορά σε θεότητα
7. ικανοποίηση, εκδίκηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. βλ. μείλιχος.