μελαγχολώ
From LSJ
Καλὸν τὸ θησαύρισμα κειμένη χάρις → Benefacta bene locata, thesaurus gravis → Ein schöner Schatz: ein Dank, den du zu Gute hast
Greek Monolingual
-έω (ΑM μελαγχολώ, -άω) μελάγχολος
νεοελλ.
1. πάσχω, κατέχομαι από δυσθυμία, από μελαγχολία
2. κάνω κάποιον μελαγχολικό, χαλώ τη διάθεση κάποιου
νεοελλ.-μσν.
είμαι ή γίνομαι βαρύθυμος, άκεφος
μσν.
εξοργίζομαι, αγανακτώ
αρχ.
κατέχομαι από μανία, μαίνομαι («μελαγχολᾱν δοκῶν ἅπασι τοῑς οἰκείοις», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελάγχολος. Το αρχ. μελαγχολώ, -άω, στη Νέα Ελληνική έγινε μελαγχολώ, -έω κατά τα πολλά παρασύνθετα σε -έω, πρβλ. συνήγορος: συνηγορώ, -έω (νόμος Scaliger)].