μελίρρυτος

From LSJ
Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελίρρῠτος Medium diacritics: μελίρρυτος Low diacritics: μελίρρυτος Capitals: ΜΕΛΙΡΡΥΤΟΣ
Transliteration A: melírrytos Transliteration B: melirrytos Transliteration C: melirrytos Beta Code: meli/rrutos

English (LSJ)

ον, = foreg.,

   A κρῆναι Pl. Ion 534b.

Greek (Liddell-Scott)

μελίρρῠτος: -ον, = τῷ προηγ., κρῆναι Πλάτ. Ἴων 534Α, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. 6. 32.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui laisse couler le miel.
Étymologie: μέλι, ῥέω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μελίρρυτος, -ον)
1. αυτός που το στόμα του στάζει μέλι, μελιστάλαχτος, μελισταγής («τοὺς μελιρρύτους ποταμούς τῆς σοφίας» — τους τρεις Ιεράρχες)
2. μτφ. αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλιφωνή μελίρρυτη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ῥυτός (< ῥέω), πρβλ. αιμό-ρρυτος, αλί-ρρυτος].