μελισσόφονος
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
A apiastra, i. e. μέροψ, Gloss.
Greek Monolingual
μελισσόφονος, ὁ (Α)
το πτηνό μέροψ, ο μελισσοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + -φόνος (< φόνος), πρβλ. ισό-φονος].