Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεσόστυλο

From LSJ
Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.

Simonides of Kea

Greek Monolingual

το (ΑM μεσόστυλον, Α και μεσοστύλιον)
το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ δύο στύλων
μσν.
στον πληθ. τὰ μεσόστυλα
τα παραπήγματα που βρίσκονται μεταξύ τών στύλων ή κινητοί οικίσκοι
αρχ.
στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) «μεσόδμαι, μεσόστυλα»·
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιατικοποιημένος τ. του ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. μεσόστυλος.