μετάξι
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
Greek Monolingual
το (Α μετάξιον, Μ μετάξι και μετάξιν)
νεοελλ.
1. βιολ. ιξώδης ουσία μεγάλης αντοχής που εκκρίνεται από τις αράχνες και ορισμένα έντομα και ιδίως από λεπιδόπτερα, γνωστότερο από τα οποία είναι ο μεταξοσκώληκας
2. φρ. «μετάξι της κουρούνας» — το φυτό επίθυμο
νεοελλ.-μσν.
1. η μέταξα
2. μεταξωτό νήμα
3. ύφασμα από μετάξι
4. φρ. «μαλλιά μετάξι» — απαλά και λαμπερά μαλλιά
αρχ.
υποκορ. του μέταξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετάξ-ιον, υποκορ. του μέταξα.
ΠΑΡ. μσν. μεταξιατικόν
μσν.- νεοελλ.
μεταξένιος
νεοελλ.
μεταξάς, μετάξινος.
ΣΥΝΘ. μσν. μεταξοποιός, μεταξοσφικτουράτος, μεταξοχρυσοΰφαντος
νεοελλ.
μεταξοβάμβακας, μεταξοβιομήχανος, μεταξοειδής, μεταξοκλωστικός, μεταξονηματουργία, μεταξοπαραγωγή, μεταξότριχα, μεταξουργός, μεταξοΰφαντος, μεταξοϋφαντουργός].