μεταστέλνω
From LSJ
τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury
Greek Monolingual
μεταστέλλω (ΑΜ)
(το μέσ.) μεταστέλλομαι
στέλνω και προσκαλώ κάποιον
αρχ.
(το ενεργ.) ανακαλώ, επαναφέρω, παλινορθώνω.