μετεωροφανής

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεωροφᾰνής Medium diacritics: μετεωροφανής Low diacritics: μετεωροφανής Capitals: ΜΕΤΕΩΡΟΦΑΝΗΣ
Transliteration A: meteōrophanḗs Transliteration B: meteōrophanēs Transliteration C: meteorofanis Beta Code: metewrofanh/s

English (LSJ)

ές,

   A appearing in the air, Ph.Byz.Mir.6.

German (Pape)

[Seite 160] ές, hoch in der Luft erscheinend, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

μετεωροφᾰνής: -ές, ὁ φαινόμενος ἐν τῷ ἀέρι, ὑψηλά, Φίλων Βυζ. π. τῶν ἑπτὰ Θαυμ. 6.

Greek Monolingual

μετεωροφανής, -ές (Α)
αυτός που φαίνεται ψηλά στον αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + -φανής (< φαίνω), πρβλ. δημο-φανής, τηλε-φανής].