μικρόχωρος

Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

ον,

   A with little land or soil, Str.3.4.19.

German (Pape)

[Seite 185] mit kleinem Lande, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρόχωρος: -ον, ὁ ἔχων μικρὸν χῶρον, Στράβ. 166.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont le terrain est peu étendu.
Étymologie: μικρός, χώρα.

Greek Monolingual

μικρόχωρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μικρό τόπο, που κατέχει μικρό Χώρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -χωρος (< χῶρος), πρβλ. ευρύ-χωρος].