μοτίβο

From LSJ
Revision as of 07:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek Monolingual

το
άκλ.
1. μουσ. μικρή χαρακτηριστική μελωδική ή αρμονική ή ρυθμική μουσική ιδέα, που αναπαράγεται και παραλλάσσεται κατά τη διάρκεια μιας σύνθεσης
2. (καλ. τεχν.) επαναλαμβανόμενο, συνήθως, διακοσμητικό στοιχείο σε μια σύνθεση
3. αιτία, κίνητρο, ελατήριο
4. (γενικά) θέμα, υπόθεση
5. μτφ. καθετί το οποίο επαναλαμβάνεται στερεότυπα, επωδός, ρεφραίν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. motivo < γαλλ. motif < μσν. λατ. motivus < λατ. motus < movēre «κινώ»]