νεῖος
From LSJ
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
English (LSJ)
(A), η, ον, Ion. for νέος, A.R.1.125, Hsch.
νεῖος (B), α, ον, (ναῦς) Att. for νήϊος, IG22.1610.27, 1629.1000, 1003, al. (in neut. pl. as Subst.), Theognost.Can.121.
Greek (Liddell-Scott)
νεῖος: -η, -ον, Ἰων. ἀντὶ νέος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 125, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ion. c. νέος.
Greek Monolingual
(I)
νεῑος, -η, -ον (Α)
ιων. τ. βλ. νεός.———————— (II)
νεῑος, -α, -ον (Α)
βλ. νήιος.