Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ξεκοκαλίζω

From LSJ
Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358

Greek Monolingual

και ξεκοκαλιάζω
1. ξεχωρίζω τα κόκαλα από το κρέας
2. τρώω όλο το κρέας ώστε να μείνουν μόνο τα κόκαλα
3. μτφ. σπαταλώ απερίσκεπτα, δαπανώ αλόγιστα («ξεκοκαλίζει την περιουσία του πατέρα του»).