τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
και ξεκοκαλιάζω
1. ξεχωρίζω τα κόκαλα από το κρέας
2. τρώω όλο το κρέας ώστε να μείνουν μόνο τα κόκαλα
3. μτφ. σπαταλώ απερίσκεπτα, δαπανώ αλόγιστα («ξεκοκαλίζει την περιουσία του πατέρα του»).