νησίδιο
From LSJ
Greek Monolingual
το (Α νησίδιον) νήσος
(υποκορ. του νήσος) νησίδα, νησάκι
νεοελλ.
1. μεγάλος βράχος που εξέχει από την επιφάνεια της θάλασσας
2. ανατ. σωμάτιο ή σύνολο κυττάρων με ειδική λειτουργία μέσα στον οργανισμό
3. φρ. «νησίδια του Λάνγκερχανς»
(ανατ.-φυσιολ.) σωροί αδενικών κυττάρων που βρίσκονται μεταξύ τών αδενοκυψελών του παγκρέατος και παράγουν την έσω έκκριση του οργάνου, δηλαδή ινσουλίνη, γλυκαγόνη, σωματοστατίνη κ.ά. ουσίες.