μουδάρισμα

From LSJ
Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source

Greek Monolingual

το
ναυτ. περιορισμός της επιφάνειας του πανιού ιστιοφόρου πλοίου, κατά τον οποίο τα σχοινιά μιας μούδας δένονται στη μάτσα του πανιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μουδάρω, κατά τα ουδ. σε -ισμα (πρβλ. καθαρίζω: καθάρισμα).