μπάμπουρας

From LSJ
Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και μπούμπουρας και μπάμπουλας, ο, και μπάμπουλα, η (Μ μπάμπουλας και μπούμπουλας, ὁ)
σκαθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ηχομιμητική λ. (πρβλ. αρχ. βομβυλιός και τα μπάμπακας / μπάκακας)].