μπάσιμο

From LSJ
Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το μπάζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μπάζω ή του μπαίνω
2. τόπος διά μέσου του οποίου μπορεί κανείς να μπει κάπου, η μπασιά
3. είσοδος σε περιφραγμένο χώρο
4. ζάρωμα, μάζεμα συστολή
5. μτφ. επίθεση εναντίον κάποιου με λόγια.