μυλόκλαστος
From LSJ
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
English (LSJ)
ον,
A gloss on μυλήφατος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 217] auf der Mühle zerbrochen, geschroten oder gemahlen, Erkl. von μυλήφατος, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μῠλόκλαστος: -ον, κλασθείς, ἀλησθείς ἐν μύλῳ, Ἡσύχ. ἐν λ. μυλήφατον.
Greek Monolingual
μυλόκλαστος, -ον (Α)
γλώσσα του Ησύχ. στη λ. μυλήφατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + -κλαστος (< κλάω / -ῶ «σπάω»), πρβλ. μεσό-κλαστος].