νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
Full diacritics: μυζητής | Medium diacritics: μυζητής | Low diacritics: μυζητής | Capitals: ΜΥΖΗΤΗΣ |
Transliteration A: myzētḗs | Transliteration B: myzētēs | Transliteration C: myzitis | Beta Code: muzhth/s |
οῦ, ὁ,
A caterpillar, Sm.Ps.77(78).46.
ο (Α μυζητής) ζωολ.
έντομο ημίπτερο της οικογένειας αφιδίδες επιβλαβές για τα φυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. μύζω (ΙΙ) «πιπιλίζω, ρουφώ» με επίδραση του μυζώ, πιθ. επειδή το έντομο ρουφά τον χυμό τών φρούτων].