μυρμηκίαση

From LSJ
Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek Monolingual

η (ΑΜ μυρμηκίασις) μυρμηκιώ
νεοελλ.
ιατρ. α) αίσθημα ελαφρών νυγμών εμφανιζόμενο σε μια περιοχή του σώματος αυτομάτως ή λόγω συμπιέσεως αγγείων ή νεύρων ή και κατά τη διαδρομή ορισμένων νόσων
β) αιμωδία, κοινώς μούδιασμα, μυρμήγκιασμα
(μσν. -αρχ.) σαρκώδης έκφυση του δέρματος, μυρμηγκιά
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «νάρκη».