νάρκωση

From LSJ
Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source

Greek Monolingual

η (Α νάρκωσις) ναρκώνω
το αποτέλεσμα του ναρκώνω, η επέλευση της νάρκης, απώλεια της συνείδησης και παύση κάθε κίνησης
νεοελλ.
ιατρ.
1. η ελάττωση της διεγερτικότητας του νευρικού συστήματος ώς την εξασθένηση ή και την πλήρη καταστολή της λειτουργίας του, που προκαλείται με τη χρήση αναισθητικών φαρμάκων και κατά την οποία καταργείται η κεντρική αίσθηση του πόνου, αλλ. γενική αναισθησία
2. φρ. α) «τοπική νάρκωση» — νάρκωση με την οποία προκαλείται τοπική μόνο αναγλησία και η οποία επέρχεται με την επάλειψη, τον ψεκασμό ή την ένεση ορισμένων ουσιών
β) «γενική νάρκωση» — γενική αναισθησία.