νυκτοπλανής

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτοπλᾰνής Medium diacritics: νυκτοπλανής Low diacritics: νυκτοπλανής Capitals: ΝΥΚΤΟΠΛΑΝΗΣ
Transliteration A: nyktoplanḗs Transliteration B: nyktoplanēs Transliteration C: nyktoplanis Beta Code: nuktoplanh/s

English (LSJ)

ές,

   A = νυκτιπλανής, Man.1.311.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτοπλᾰνής: -ές, = νυκτιπλανής, Μανέθων 1. 311.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. νυκτιπλανής.
Étymologie: νύξ, πλανάω.

Greek Monolingual

νυκτοπλανής και νυκτιπλανής, -ές (Α)
νυκτίπλανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + -πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. ορει-πλανής. Ο τ. νυκτιπλανής < νυκτι- του νύξ, νυκτός (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα)].