περίληψη

From LSJ
Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διὰ τί αἱ μεγάλαι ὑπερβολαὶ νοσώδεις → why are great excesses disease-producing

Source

Greek Monolingual

η / περίληψις, -ήψεως, ΝΜΑ περιλαμβάνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του περιλαμβάνω
2. (για λόγο γραπτό ή προφορικό) σύντομη απόδοση του περιεχομένου ενός κειμένου ή μιας ομιλίας («εν περιλήψει» και «σε περίληψη» — σύντομα, με λίγα λόγια)
3. σύνοψη, επιτομήκατά περίληψιν λέγωσιν», Κλήμ. Αλ.)
νεοελλ.
(νομ.) συνοπτική έκθεση του περιεχομένου ενός δικογράφου
μσν.-αρχ.
(σε συγκεκρ. σημ.) αυτό που περιλαμβάνει, που περιέχει κάτι άλλο
αρχ.
1. το να λαμβάνει κανείς κάτι με το χέρι
2. περίπτυξη, εναγκαλισμός, αγκάλιασμα
3. κατάληψη, κατανόηση
4. αντίληψη.